- γλίσχρασμα
- γλίσχρ-ασμα, ατος, τό,A gluten, Hp.Acut.10; thick mucilage, Aret.CA1.9;
ἕως γλισχράσματος ἕψειν Dsc.Eup.1.1
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἕως γλισχράσματος ἕψειν Dsc.Eup.1.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γλίσχρασμα — gluten neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλίσχρασμα — το (Α γλίσχρασμα) [γλισχραίνομαι] παχύρρευστη φυτική ουσία ή παρασκεύασμα … Dictionary of Greek
γλισχρασματώδης — ες [γλίσχρασμα] αυτός που έχει σχέση με το γλίσχρασμα ή μοιάζει με γλίσχρασμα … Dictionary of Greek